ρασπαδόρος

ρασπαδόρος
ο, Ν
τεχνολ. μηχανή χονδροειδούς κατασκευής με την οποία γίνεται η αποφλοίωση και η κοπή τών ινών τής αγαύης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. raspador < raspado, μτχ. παρακμ. τού ρ. raspar «ξύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”